- ποικιλόχρωση
- η, Ν1. ποικιλία χρωμάτων, ποικιλοχρωμία2. (φυτοπαθ.) μεταχρωματισμός φύλλων, ανθέων ή καρπών που συνίσταται σε αποχρώσεις πράσινου, κίτρινου και λευκού χρώματος στα φύλλα και ζωηρότερων χρωματισμών στα άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.